Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ενετοκρατία στην Κρήτη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειο της Κρήτης
Regno di Candia

1205 – 1669
Σημαία Έμβλημα
Τοποθεσία Κρήτη
Η ενετική Κρήτη
Πρωτεύουσα Κάντια
Πολίτευμα Αποικία
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας, Αναγέννηση
 -  Απόσπαση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Τέταρτη Σταυροφορία 1204
 -  Δημοκρατία του Αγίου Τίτου Αύγουστος 1363-1368
 -  Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος 1645-1669
 -  Οθωμανική κατάληψη της Κρήτης 1715
Σήμερα Ελλάδα

Η Ενετοκρατία στην Κρήτη αναφέρεται στην περίοδο που η Κρήτη ήταν αποικία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, από την Ενετική κατάκτηση το 1205-1212 έως την πτώση της Κρήτης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου.[1] Υπό ενετική κυριαρχία, η Κρήτη ήταν γνωστή ως το «Βασίλειο της Κρήτης» (Regno di Candia).

Το νησί της Κρήτης πριν την πτώση του στους Βενετούς ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι τα γεγονότα της Τέταρτης Σταυροφορίας και τη διαίρεση των επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κρήτη αρχικά παραχωρήθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό ωστόσο αυτός, ανίκανος να διοικήσει τον νησί, το πούλησε στη Βενετία. Ενετικά στρατεύματα κατέλαβαν το νησί το 1205 αλλά η κυριαρχία τους σταθεροποιήθηκε το 1212 λόγω αντιθέσεων από την εχθρική προς τους Βενετούς Δημοκρατία της Γένοβας. Έκτοτε το νησί οργανώθηκε με βάση τα ενετικά πρότυπα και διαιρέθηκε σε έξι περιφέρειες. Το νησί της Τήνου και των Κύθηρων πέρασαν επίσης στην κυριαρχία της Γαληνοτάτης. Στις αρχές του 14ου αιώνα η διοικητική οργάνωση του νησιού άλλαξε και η Κρήτη οργανώθηκε σε τέσσερις περιφέρειες, σχεδόν ταυτόσημες με αυτές της τωρινής περιφερειακής οργάνωσης της Περιφέρειας Κρήτης.

Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της ενετικής διοίκησης τα επεισόδια και οι συγκρούσεις μεταξύ των ορθόδοξων κρητικών και των καθολικών Βενετών ήταν συχνά. Η βοήθεια των Κρητικών από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν συχνή. Δεκατέσσερις συγκρούσεις αριθμούνται μεταξύ του 1207 και την τελευταία κύρια σύγκρουση της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου το 1360. Έκτοτε και παρ' όλες τις συχνές επιδρομές των Τούρκων το νησί δέχτηκε τον ενετικό ζυγό και άνοιξε την πόρτα για την Ιταλική Αναγέννηση. Ως αποτέλεσμα υπήρξε μια καλλιτεχνική και λογοτεχνική αναγέννηση στην Κρήτη που αποτυπώνεται με την ίδρυση της Κρητικής Σχολής, που κορυφώθηκε με τα έργα του Ελ Γκρέκο, καθώς και με τα λογοτεχνικά αριστουργήματα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου και Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση γραμμένα στο τοπικό ιδίωμα. Επίσης αναδείχθηκαν σημαντικοί επιστήμονες και μελετητές όπως ο Μάρκος Μουσούρος, ο Φραγκίσκος Μπαρόκιος, ο Νικόλαος Καλιάκης, o Ανδρέας Μουσάλος, και άλλοι.

Μετά την οθωμανική κατάληψη της Κύπρου το 1571 η Κρήτη ήταν η μοναδική υπερπόντια ενετική κτήση. Η στρατιωτική αδυναμία της Βενετίας σε συνδυασμό με τον πλούτο και τη σημαντική γεωπολιτική θέση της Κρήτης στην Ανατολική Μεσόγειο προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον καταστρεπτικό Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο οι δύο αυτές πλευρές πολέμησαν για τον έλεγχο της Κρήτης. Οι Οθωμανοί γρήγορα περικύκλωσαν την Κρήτη αλλά απέτυχαν να καταλάβουν την Κάντια λόγω της ναυτικής υπεροχής των Ενετών αλλά και άλλα θέματα που ξέσπασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας μέχρι το 1669 που η πρωτεύουσα του νησιού έπεσε στον οθωμανικό ζυγό. Μόνο τρία φρούρια, εκείνα της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας παρέμειναν υπό ενετική κυριαρχία. Προσπάθειες ανακατάληψης του νησιού από τους Ενετούς κατά τη διάρκεια του Έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου απέτυχαν και τα τελευταία ενετικά κτίσματα καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς το 1715 κατά τη διάρκεια του Έβδομου Βενετοτουρκικού πολέμου.

Η Βενετική κατάκτηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία έχει μια μακρά παράδοση εμπορικών σχέσεων με την Κρήτη, και ήταν ένα από τα αμέτρητα νησιά και πόλεις για τα οποία η Βυζαντινή αυλή έδωσε στους Βενετούς απαλλαγή δασμών με αυτοκρατορικά Χρυσόβουλα. Η παραχώρηση χρυσοβούλων ξεκίνησε το 1147 και τα επιβεβαίωσε με Συνθήκη ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος (1198).[2][3] Η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Λατίνους στην Δ΄ Σταυροφορία τον Απρίλιο του 1204. Η Δημοκρατία της Βενετίας είχε μεγάλο μερίδιο στη διανομή, πήρε τις Κυκλάδες, τα Επτάνησα, τα νησιά του Σαρωνικού κόλπου και πολλές πόλεις στην ηπειρωτική Ελλάδα που ήθελε να τις χρησιμοποιήσει σαν ναυτικές βάσεις. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός είχε παραλάβει την Κρήτη, η Βενετία προσέγγισε τη μεγάλη αντίπαλο της τη Δημοκρατία της Γένοβας με στόχο να του την αποσπάσουν. Ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος είχε υποσχεθεί την Κρήτη σαν δώρο στον Βονιφάτιο αλλά τη χρησιμοποιούσε ο ίδιος ελάχιστα και αποφάσισε να την πουλήσει στους Βενετούς. Τα ανταλλάγματα ήταν 1.000 ασημένια μάρκα, μια ετήσια προσφορά από τα έσοδα που έφτανε τα 10.000 υπέρπυρα και στρατιωτική βοήθεια των Βενετών για να καταλάβει το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Τα κέρδη της Βενετίας επικυρώθηκαν μερικές βδομάδες αργότερα με Ρωμαϊκό διάταγμα.[4][5][6]

Οι Βενετοί αποβιβάστηκαν στο νησάκι Σπιναλόγκα αλλά οι Γενοβέζοι που κατείχαν ήδη την Κρήτη κινήθηκαν πιο γρήγορα υπό την ηγεσία του Ερρίκο Πεσκατόρε κόμη της Μάλτας, με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού κατέλαβαν τα κεντρικά και ανατολικά τμήματα του νησιού. Το καλοκαίρι του 1207 αποκρούστηκε μια πρώτη Βενετική επίθεση του Ρανιέρο Ντάντολο, ενώ τα επόμενα δύο χρόνια ο Πεσκατόρε κυβερνούσε το σύνολο του νησιού με εξαίρεση κάποιες απομονωμένες Βενετικές φρουρές. Ο Πεσκατόρε κατέφυγε στον πάπα και ζήτησε να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά της Κρήτης, η Βενετία ωστόσο ανέκαμψε γρήγορα και ο Πεσκατόρε έχασε την υποστήριξη της Γένοβας. Οι Βενετοί ξεκίνησαν να πολιορκούν το Παλαιόκαστρο ένα κάστρο κοντά στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) (1209) αλλά το κατέλαβαν 3 χρόνια αργότερα (1212). Ο Πεσκατόρε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί, αντιστάθηκε για λίγο καιρό ακόμα μόνο ο υπαρχηγός του Αλαμάννο ντα Κόστα. Με την τελική Συνθήκη ανάμεσα στη Δημοκρατία της Βενετίας και τη Δημοκρατία της Γένοβας (11 Μαΐου 1217) η Κρήτη πέρασε οριστικά στους Βενετούς.[7][8][9]

Μεταφορά Βενετών και η ίδρυση των Χανίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μετέπειτα δόγης Γιάκοπο Τιέπολο έγινε ο πρώτος κυβερνήτης της νέας επαρχίας με τον τίτλο του "δούκα της Κρήτης" ή "δούκα της Κάνδιας". Έδρα του ήταν ο Χάνδακας.[10][11] Για να μπορέσει να αποκτήσει τον έλεγχο σε ολόκληρο το νησί ο Τιέπολο ζήτησε τη μεταφορά εποίκων από τη μητρόπολη Βενετία, στους οποίους σκόπευε να δώσει γη με αντάλλαγμα στρατιωτική υπηρεσία. Η Δημοκρατία της Βενετίας ενέκρινε θετικά την αίτησή του με διάταγμα (10 Σεπτεμβρίου 2011). Οι πρώτοι Βενετοί που εγκατέλειψαν τη Βενετία και εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη (20 Μαρτίου 1212) ήταν 132 ευγενείς και 45 αστοί.[12] Ακολούθησαν άλλα τρία κύματα μεταναστών (1222, 1233, 1252), και συνολικά 10.000 Βενετοί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη τον πρώτο αιώνα της Βενετοκρατίας, ενώ η ίδια η Βενετία είχε τότε πληθυσμό 60.000 κατοίκους.[13] Οι άποικοι του 1252 ίδρυσαν νέα πόλη την "Κανέα" που εξελίχτηκε στα σημερινά Χανιά στη θέση που ήταν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Κυδωνίας.[13] Οι Βενετοί χρησιμοποίησαν την Κρήτη σαν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο στις σχέσεις τους με τη ανατολική Μεσόγειο, οργάνωσαν την αγροτική γη με αυστηρά φεουδαρχικό σύστημα. Τα κύρια προϊόντα εξαγωγής ήταν σιτάρι και λευκό κρασί, ακολούθησαν ξυλεία και τυρί.[14][15]

Ο Λέοντας της Βενετίας προστατεύει την Κρήτη

Η Βενετική κυριαρχία στην Κρήτη προκάλεσε από την αρχή πολλές αντιδράσεις εξ αιτίας της εχθρότητας του τοπικού πληθυσμού. Ο μεσαιωνολόγος Κέννεθ Σέττον γράφει ότι οι Βενετοί αναζητούσαν "μεγάλη επαγρύπνιση και πολλούς άντρες για να μπορέσουν να κρατήσουν το νησί".[16] Ο συνολικός αριθμός των εξεγέρσεων κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη ανέρχεται στις 27.[17] Οι τοπικοί Έλληνες, οι ευγενείς και ο ευρύτερος πληθυσμός διατήρησαν τα έθιμα τους, δεν ανέχονταν όμως τις διακρίσεις από τη Λατινική ελίτ που είχε τη διοικητική και τη στρατιωτική εξουσία καθώς και τα περισσότερα από τα εμπορικά κέρδη. Την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα οι Ενετοί ήταν έντονα εχθρικοί απέναντι στον τοπικό πληθυσμό, ακόμα και οι μεικτοί γάμοι είχαν απαγορευτεί.[18]

Η πρώτη εξέγερση έγινε στο Οροπέδιο Λασιθίου από τους αδελφούς Αγιοστεφανίτες (1212) σαν αντίδραση για την άφιξη των πρώτων Βενετών εποίκων, που είχε ως συνέπεια την απαλλοτρίωση της περιουσίας της Ορθόδοξης εκκλησίας και των Κρητών ευγενών. Η εξέγερση εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του νησιού, οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Σητεία και τη Σπιναλόγκα, την κατέπνιξε ωστόσο ο δούκας της Νάξου Μάρκος Α΄ Σανούδος.[19] Ο Σανούδος προσπάθησε να κατακτήσει ολόκληρο το νησί για τον εαυτό του, είχε την υποστήριξη των Κρητών ευγενών και του πανίσχυρου άρχοντα Σεβαστού Σκορδίλη, κατέκτησε την Κάνδια και ο Τιέπολο δραπέτευσε στο διπλανό κάστρο του Τεμένους μεταμφιεσμένος σε γυναίκα. Η άφιξη του Βενετικού στόλου ανάγκασε τον Σανούδο να υποχωρήσει, και έφυγε από την Κρήτη με αντάλλαγμα χρήματα και υποσχέσεις, ενώ τον συνόδευσαν στη Νάξο 20 Κρήτες ευγενείς.[20][21] Η αποτυχία της πρώτης εξέγερσης δεν εμπόδισε τους Κρήτες να προχωρήσουν στην επόμενη. Ο Βενετός ρέκτορας στο Μονοπάρι Ρεθύμνου έκλεψε άλογα και κατέσχεσε γη που ανήκε στην οικογένεια Σκορδίλη. Αυτό προκάλεσε την επόμενη εξέγερση υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Σκορδίλη και του Μιχαήλ Μελισσηνού. Με έδρα τις ορεινές επαρχίες της Άνω και του Κάτω Σύβριτου οι επαναστάτες προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στα Βενετικά στρατεύματα και οι Βενετοί αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις. Ο Βενετός δούκας της Κρήτης Ντομένικο Ντελφίνο έκανε συνθήκη με τους επαναστάτες (13 Σεπτεμβρίου 1219), τους έδωσε πολλά δώρα και προνόμια, 75 αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν, επιβεβαιώθηκαν τα προνόμια στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, και οι Βενετοί που ασέλγησαν τιμωρήθηκαν. Τα προνόμια δημιούργησαν μια Κρητική ανώτατη τάξη στο νησί ισότιμη με τη Βενετική αριστοκρατία.[22] Η άφιξη του δεύτερου κύματος Βενετών εποίκων (1222) προκάλεσε νέες εξεγέρσεις υπό την ηγεσία του Θεοδώρου και Μιχαήλ Μελισσηνού, οι Βενετοί προχώρησαν σε νέα συνθήκη και τους παραχώρησαν δύο ιπποτικά δώρα.[23]

Μια νέα εξέγερση ξέσπασε το 1228, στην οποία συμμετείχαν εκτός από τους Σκορδίληδες και τους Μελισσηνούς και οι οικογένειες των Αρκολεόντων και των Δρακοντόπουλων. Ο δούκας της Κρήτης Τζιοβάνι Στορλάντο ζήτησε τη βοήθεια από τον γιο και διάδοχο του Μάρκου Σανούδου Άγγελο Σανούδο, οι Κρήτες με τη σειρά τους ζήτησαν βοήθεια από την Ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ένας στόλος με 33 πλοία έφτασε στο νησί από τη Νίκαια στα τέλη της δεκαετίας του 1230, και οι Νικαιώτες κυριάρχησαν σε πολλά εδάφη των Βενετών. Οι Βενετοί προχώρησαν σε νέες συνθήκες με τις οποίες παραχώρησαν νέα προνόμια στην τοπική αριστοκρατία (1233, 1234, 1236). Η οικογένεια των Δρακοντόπουλων ήταν η μοναδική που δεν υποτάχθηκε, συνέχισε να αντιστέκεται με τους υπόλοιπους των Νικαιωτών με έδρα το κάστρο του Μιραμπέλλο (σημερινός Άγιος Νικόλαος Λασιθίου). Ο πανίσχυρος Έλληνας άρχοντας της Ρόδου Λέων Γαβαλάς ανάγκασε τους επαναστάτες να υποχωρήσουν οριστικά και να καταφύγουν στη Μικρά Ασία. Η τύχη των Δρακοντόπουλων είναι άγνωστη, το όνομα τους δεν εμφανίζεται ποτέ από τότε.[24][25][26]

Η επανάσταση των Χορτάτζηδων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και ανέκτησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία (1261). Ένας από τους πρώτους στόχους του ήταν η ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βενετούς. Ο Σέργιος απεστάλη από τον αυτοκράτορα στην Κρήτη και συναντήθηκε με τους Έλληνες ευγενείς Γεώργιο Χορτάτζη και Μιχαήλ Σκορδίλη Ψαρομελίγκο. Αυτό κατέληξε σε νέα εξέγερση (1262) υπό την ηγεσία των οικογενειών Σκορδίλη, Μελισσηνού και Χορτάτζη, και την υποστήριξε ο Ορθόδοξος κλήρος. Η επανάσταση κράτησε 4 χρόνια αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος δεν έστειλε την επιθυμητή βοήθεια και ο πανίσχυρος άρχοντας Αλέξιος Καλλέργης αρνήθηκε να την υποστηρίξει επειδή δεν ήθελε να χάσει τα προνόμια του. Η επανάσταση έληξε με Συνθήκη (1265), οι Κρήτες ευγενείς πήραν επιπλέον δύο ιπποτικά δώρα και οι Βενετοί υποσχέθηκαν την ασφαλή αναχώρηση του Σέργιου από την Κρήτη.[27] Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν νέες φήμες ότι οι Κρήτες ευγενείς Γεώργιος και Θεόδωρος Χορτάτζης σχεδίαζαν νέα επανάσταση με τη στήριξη του Καλλέργη. Η δυναμική παρέμβαση του δούκα της Κρήτης Τζιοβάνι Βαλένιο και η οπισθοχώρηση του Καλλέργη ματαίωσαν τα σχέδια.[28] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος αναγνώρισε επίσημα με διατάγματα την κατοχή της Κρήτης από τους Βενετούς (1268, 1277).[29]

Οι αδελφοί Γεώργιος και Θεόδωρος Χορτάτζης προχώρησαν σε νέα εξέγερση (1272) με επίκεντρο την ανατολική Κρήτη και το Οροπέδιο Λασιθίου. Οι επαναστάτες είχαν αυτή τη φορά μια συντριπτική νίκη (1276) στην πεδιάδα της Μεσαράς. Στη μάχη έπεσαν ο δούκας της Κρήτης, ένας δουκικός σύμβουλος και όλο το "άνθος της Βενετικής αριστοκρατίας στην Κάνδια". Τη στιγμή που όλα έδειχναν ότι ήταν έτοιμοι οι επαναστάτες να κυριαρχήσουν το κίνημα καταπνίγηκε χάρη στις διχόνοιες που ξέσπασαν ανάμεσα στους Κρήτες ευγενείς. Οι Ψαρομελίγκοι συγκρούστηκαν με τους Χορτάτζηδες, ένας από τους Χορτάτζηδες δολοφονήθηκε σε καυγά που ξέσπασε για την διανομή των λαφύρων, ενώ την ίδια στιγμή ο Αλέξιος Καλλέργης υποστήριξε ανοιχτά τους Βενετούς. Με την άφιξη μεγάλης ναυτικής δύναμης από τη Βενετία (1278) η επανάσταση κατεστάλη, οι Βενετοί δεν χαρίστηκαν αυτή τη φορά στους επαναστάτες και τους τιμώρησαν σκληρά. Η οικογένεια Χορτάτζη και όλοι οι οπαδοί τους εξορίστηκαν από το νησί, κατέφυγαν στη Μικρά Ασία και μπήκαν στην υπηρεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Οι Βενετοί είχαν απαλλαγεί από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους αλλά η βιαιότητα που έδειξαν στην καταστολή δημιούργησε μεγαλύτερο μίσος απέναντι τους στον τοπικό πληθυσμό.[30]

Η επανάσταση του Αλέξιου Καλλέργη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Φόντε ντι Μοροζίνι στο Ηράκλειο

Η ήττα και η εξορία των αδελφών Χορτάτζη άφησε τον Αλέξιο Καλλέργη ώς τον ισχυρότερο Έλληνα ευγενή στην Κρήτη, τα τεράστια πλούτη του και η έδρα του στον Μυλοπόταμο τον έκαναν πανίσχυρο.[31] Το γεγονός αυτό ανησύχησε έντονα τους Βενετούς υπό τον Δούκα της Κάντιας Γιάκοπο Ντόντουλο αλλά οι προσπάθειες που έκαναν στη συνέχεια για να τον υποβαθμίσουν οδήγησε στη μεγαλύτερη και βιαιότερη Κρητική επανάσταση από όλες όσες είχαν γίνει μέχρι τότε (1282).[32] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος υποστήριξε και χρηματοδότησε κρυφά την επανάσταση επειδή οι Βενετοί υποστήριζαν τον μεγάλο του εχθρό που ήταν εκείνη την εποχή ο Κάρολος ο Ανδεγαυός.[32] Ο Καλλέργης συμμάχησε με τις μεγαλύτερες οικογένειες στην Κρήτη όπως Γαβαλάδες, Βλαστούς και τον Μιχαήλ Χορτάτζη ανεψιό του Θεόδωρου και του Γεωργίου Χορτάτζη, η επανάσταση εξαπλώθηκε αμέσως σε ολόκληρο το νησί. Οι Βενετοί άρχισαν να καίνε τα Ορθόδοξα μοναστήρια που χρησιμοποιούσαν οι επαναστάτες σαν καταφύγια και βασάνιζαν τους αιχμαλώτους για αντίποινα. Οι Βενετοί απαγόρευσαν την πρόσβαση στο Οροπέδιο Λασιθίου που χρησιμοποιήθηκε σαν βάση για τις προηγούμενες εξεγέρσεις ακόμα και για τη βοσκή των προβάτων.[32] Οι επαναστάτες δεν υποτάχθηκαν παρά τις μεγάλες ενισχύσεις που ήρθαν από τη μητρόπολη, οι Βενετοί δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τον Καλλέργη και τους υπόλοιπους αρχηγούς των επαναστατών Κρητών.[33] Η κατάσταση έγινε χειρότερη για τη Βενετία μετά τη σύγκρουση που ξέσπασε με την αιώνιο αντίπαλο Γένοβα, ο Γενοβέζος ναύαρχος Λάμπα Ντόρια έκαψε τα Χανιά και ζήτησε συμμαχία με τον Καλλέργη με αντάλλαγμα να τους αναγνωρίσει ηγεμόνες του νησιού. Ο Καλλέργης αρνήθηκε, αυτό προκάλεσε νέα εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στους αρχηγούς των Κρητών με αποτέλεσμα να ακολουθήσει νέα συμφωνία με τη Βενετία.[34]

Η ειρήνη του Αλεξίου Καλλέργη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τελευταία εξέγερση έληξε με την "Ειρήνη του Αλεξίου Καλλέργη" που υπεγράφη από τον δούκα της Κανδίας Μιχαέλ Βιτάλι και τους αρχηγούς των επαναστατών (28 Απριλίου 1299). Η Συνθήκη προβλέπει με 33 άρθρα την αμνήστευση όλων των επαναστατών και την επαναφορά στα προηγούμενα προνόμια, επιπλέον τους παρέχει διετή απαλλαγή από τη φορολογία, οι γάμοι ανάμεσα στους Κρήτες και τους Βενετούς ήταν νόμιμοι. O Καλλέργης πήρε επιπλέον προνόμια όπως τέσσερα ιπποτικά δώρα, το δικαίωμα να παραχωρεί τίτλους και δώρα, να διατηρεί πολεμικά άλογα και να νοικιάζει τις επισκοπές του Μυλοποτάμου και του Καλαμονά.[35] Με τη Συνθήκη ο Καλλέργης παρέμεινε απόλυτος κυρίαρχος του Ορθόδοξου πληθυσμού της Κρήτης και ο χρονικογράφος Μιχαήλ Λουλούδης που κατέφυγε στην Κρήτη όταν έπεσε η Έφεσος στους Τούρκους τον καταγράφει σαν "άρχοντα της Κρήτης" και δεύτερο σε τάξη μετά τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο.[36] Ο Αλέξιος Καλλέργης σεβάστηκε τους όρους της συνθήκης και παρέμεινε πιστός στους Βενετούς, με την παρέμβαση του απέτρεψε εξεγέρσεις την εποχή που η Βενετική κυριαρχία βρισκόταν σε παρακμή ύστερα από ισχυρούς σεισμούς στο νησί (1303). Αργότερα (1311) ο Βενετός δούκας της Κρήτης του έστειλε επιστολή με στόχο να πάρει πληροφορίες για τις επαναστατικές κινήσεις στα Σφακιά.[36] Όταν ξέσπασε εξέγερση στα Σφακιά (1319) ο Καλλέργης μεσολάβησε για ειρήνη ανάμεσα στον δούκα και τους επαναστάτες και την ίδια χρονιά εξεγέρσεις των οικογενειών Βλαστού και Βαρούχα σταμάτησαν με παρέμβαση του Καλλέργη. Οι Βενετοί ως ανταμοιβή τον κατέγραψαν στη Χρυσή Βίβλο αλλά οι Κρήτες ευγενείς τον εχθρεύονταν για την πίστη του στη Βενετία και προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν κοντά στον Μυλοπόταμο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι τον θάνατο του (1321) τα έζησε στον Χάνδακα αλλά το μίσος των ευγενών της Κρήτης απέναντι στην οικογένεια του παρέμεινε με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο γιος του Ανδρέας και πολλοί από τη συνοδεία του.[36]

Οι εξεγέρσεις του 1333 και του 1341

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ειρήνη διατηρήθηκε μέχρι το 1333, αλλά ο δούκας Βιάγκο Ζένο ζήτησε πρόσθετους φόρους διότι ο στόχος του ήταν να εξοπλίσει γαλέρες για να αντιμετωπίσει τους πειρατές που ρήμαζαν τις ακτές της Κρήτης. Η επανάσταση ξεκίνησε από τον Μυλοπόταμο και σύντομα τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εξαπλώθηκε στις δυτικές ακτές της Κρήτης, αρχηγοί ήταν ο Βάρδας Καλλέργης, ο Νικόλαος Πρικοσιρίδης από τον Κίσσαμο και οι τρεις αδελφοί Συρόπουλοι. Οι γιοι του Αλέξιου Καλλέργη συντάχθηκαν με τους Βενετούς παρά το γεγονός ότι συγγενής τους ήταν ένας από τους αρχηγούς των αντιπάλων τους. Η επανάσταση κατεστάλη εύκολα (1334), οι αρχηγοί της εκτελέστηκαν, οι οικογένειες και οι οπαδοί τους εξορίστηκαν, οι αδελφοί και τα παιδιά του Βάρδα Καλλέργη καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση για παραδειγματισμό. Οι Βενετοί αποφάσισαν από τότε να απαγορεύσουν την είσοδο Ορθόδοξων κληρικών που δεν ήταν Κρήτες.[37] Ο Λέων Καλλέργης μέλος της γνωστής οικογένειας, ανεψιός ή εγγονός του Αλέξιου προχώρησε σε νέα εξέγερση (1341). Αν και ήταν πιστός στους Βενετούς συμμάχησε με Κρήτες ευγενείς όπως την οικογένεια Σμυρίλιου από τα Αποκορώνα Χανίων. Η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα και σε άλλες περιοχές, και σ' αυτήν προστέθηκαν και άλλες οικογένειες όπως οι Σκορδίληδες, οι Μελισσηνοί και οι Ψαρομηλίγκοι. Ο Αλέξιος Καλλέργης ομώνυμος εγγονός του παλιού συμμάχου των Βενετών τους έδωσε ξανά καθοριστική υποστήριξη αιχμαλωτίζοντας τους Σμυρίλιους. Οι Σμυρίλιοι πρόδωσαν τον Λέοντα Καλλέργη ως υποκινητή και ο δούκας Ανδρέα Κορνάρο τον έβαλε σε έναν σάκο και τον πέταξε στη θάλασσα.[38] Παρά την ήττα οι Σκορδίλης και Ψαρομηλίγκοι συνέχισαν να αντιστέκονται στα βουνά των Σφακίων και του Συρβιτίου, ενώ πολιόρκησαν τον Αλέξιο Καλλέργη στο Καστέλι. Οι επαναστάτες υπέστησαν άλλη μια σαρωτική ήττα που οδήγησε σε καταστολή της εξέγερσης το 1347 και οι Βενετοί συμπεριφέρθηκαν ξανά βίαια εξορίζοντας όλα τα μέλη των οικογενειών που συμμετείχαν ειδικά τους Ψαρομηλίγκους.[39]

Η Δημοκρατία του Αγίου Τίτου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από τους Έλληνες ευγενείς και οι τοπικοί Βενετοί ευγενείς της Κρήτης άρχισαν να δυσαρεστούνται με τους συμπατριώτες τους, δυσαρεστήθηκαν για τη βαριά φορολογία και τον υποβιβασμό τους από τους ευγενείς της Μητρόπολης.[40] Η δυσαρέσκεια έφτασε στο αποκορύφωμα όταν ο δούκας τους ζήτησε νέους φόρους με τη δικαιολογία ότι θέλει να επισκευάσει το λιμάνι της Κάνδιας. Οι Βενετοί ευγενείς της Κρήτης υπό την ηγεσία των οικογενειών Γκραντενίγκο και Βενιέρ κήρυξαν επανάσταση (9 Αυγούστου 1363).[40] Η επανάσταση έμεινε γνωστή ιστορικά ως "Επανάσταση του Αγίου Τίτου" και κατέληξε στη "Δημοκρατία του Αγίου Τίτου", παίρνοντας το όνομά της από τον προστάτη Άγιο του νησιού.[41] Οι Βενετοί επαναστάτες ζήτησαν τη βοήθεια των Ελλήνων, οι Έλληνες δέχτηκαν ακόμα και η οικογένεια Καλλέργη και οι Βενετικές αρχές σταδιακά ανατράπηκαν σε όλες τις πόλεις της Κρήτης.[42] Οι Βενετοί ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες αλλά όταν είδαν ότι απέτυχαν ξεκίνησαν μια τεράστια στρατιωτική και ναυτική εκστρατεία να ανακαταλάβουν το νησί, με αρχηγό του στόλου τον Ντομένικο Μικιέλ.[43] Ο Βενετσιάνικος στόλος έφτασε στην Κρήτη (7 Μαίου 1364) και ανακατέκτησε το νησί χωρίς αντίσταση, η Κάνδια παραδόθηκε (9 Μαΐου 1364) και ακολούθησαν και οι υπόλοιπες πόλεις.[44] Οι τιμωρίες που επιβλήθηκαν ήταν σκληρές, οι αρχηγοί της εξέγερσης εκτελέστηκαν, οι υπόλοιποι επαναστάτες εξορίστηκαν, οι οικογένειες Γκραντενίγκο και Βενιέρ εξορίστηκαν από όλα τα Βενετικά εδάφη. Η Βενετική κάρτα του 1211 τροποποιήθηκε και όλοι οι ευγενείς ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν όρκο πίστης στη Δημοκρατία της Βενετίας.[45] Η 10η Μαΐου κηρύχτηκε εθνική γιορτή στην Κάνδια και γιορταζόταν κάθε χρόνο με πανηγύρια και παρελάσεις.[46]

Η επανάσταση των αδελφών Καλλέργη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταχύτατη επαναφορά της Βενετικής διοίκησης δεν είχε σαν αποτέλεσμα το τέλος της βίας στο νησί διότι πολλοί από τους ευγενείς επαναστάτες συνέχισαν να αντιστέκονται. Με εξέχοντες τα τρία αδέλφια Καλλέργη, Ιωάννη, Γεώργιο και Αλέξιο πολλές ευγενείς Βενετικές οικογένειες της Κρήτης ενώθηκαν μαζί τους για νέα επανάσταση.[46] Η εξέγερση ξεκίνησε από τον Μυλοπόταμο τον Αύγουστο και επεκτάθηκε σύντομα στο δυτικό τμήμα του νησιού. Οι στόχοι των επαναστατών αυτή τη φορά ήταν όχι μόνο την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Βενετούς αλλά και την ένωση με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος υποστήριξε την κίνηση και έστειλε τον Μητροπολίτη Αθηνών Άνθιμο να γίνει πρόεδρος της Κρήτης μετά την επιτυχία του κινήματος.[47] Η Δημοκρατία της Βενετίας ζήτησε από τον πάπα να αφορίσει όλους τους Καθολικούς που θα συμμετείχαν στο κίνημα και τους μισθοφόρους μαζί με τους Οθωμανούς.[48] Οι επαναστάτες χρησιμοποίησαν σαν έδρα το Οροπέδιο Λασιθίου και προσπάθησαν να επεκταθούν στην Ανατολική Κρήτη ανατρέποντας τις Βενετικές αρχές.[48] Η πείνα εξασθένησε ωστόσο τους επαναστάτες (1365), αλλά οι Βενετοί αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν με προδοσία και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου, μόνο ο Τίτο Βενιέρ μπόρεσε να δραπετεύσει από το νησί. Η πείνα και ο φόβος οδήγησαν τους επαναστάτες σε υποταγή στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στο δυτικό συνεχιζόταν η αντίσταση των αδελφών Καλλέργη στα απάτητα βουνά των Σφακίων. Ο Ιουστινιάνι μπήκε τελικά στα Σφακιά και αιχμαλώτισε τον Καλλέργη με προδοσία.[49] Τα αντίποινα ήταν σκληρά με αποτέλεσμα να διαλυθεί οριστικά η αντίσταση των τοπικών ευγενών. Οι ορεινές περιοχές Μυλοπόταμος, Λασίθι και Σφακιά εκκενώθηκαν οριστικά, απαγορεύτηκε η πρόσβαση για οποιονδήποτε λόγο.[50] Η εξέγερση των Καλλέργηδων ήταν η τελευταία μεγάλη εξέγερση απέναντι στους Βενετούς της Κρήτης, οι επαναστάτες αρκετά εξασθενημένοι και μπροστά στον Οθωμανικό κίνδυνο υποτάχτηκαν οριστικά στην Βενετική κυριαρχία.[51]

Η Ενετική Κρήτη την Οθωμανική περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι τέσσερις νομοί της Ενετικής Κρήτης

Η ειρήνη είχε σαν αποτέλεσμα να ακολουθήσει μισός αιώνας μεγάλης ευημερίας στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη, ο ιστορικός Φρέντυ Θιριέτ καταγράφει την περίοδο 1400-1450 ως μισό αιώνα ευημερίας.[52] Η Κρήτη είχε πάντα την κορυφαία σημασία για τη Βενετία περισσότερο από όλες τις αποικίες της και τη χρησιμοποιούσε σαν δεύτερη πρωτεύουσα, ιδιαίτερα όταν ξεκίνησαν οι σκληρές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Η Βενετία άρχισε σταδιακά να χάνει από τους Οθωμανούς τις κτήσεις της στο Αιγαίο Πέλαγος, αλώθηκε και η Κύπρος (1570), στα τέλη του 16ου αιώνα η Κρήτη ήταν η μοναδική αποικία που τους είχε μείνει στον Ελληνικό χώρο.[53] Η μεγάλη άνοδος των Οθωμανών έφερε μεγάλη παρακμή στη Δημοκρατία της Βενετίας, η οποία λόγω αδυναμίας δεν μπόρεσε να ενισχύσει την Κρήτη όσο επιθυμούσε και η τοπική κοινωνία αντιστεκόταν στις μεταρρυθμίσεις.[54] Οι αδυναμίες των Βενετών έδωσαν την ευκαιρία στους Κρήτες να προχωρήσουν σε νέες εξεγέρσεις. Πρώτη από αυτές ήταν του Σήφη Βλαστού στο Ρέθυμνο που χρησιμοποίησε μια πλαστή επιστολή του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο Βλαστός προδόθηκε από δύο ιερείς, οι Βενετοί σαν αντίποινα απαγόρευσαν τη χειροτόνηση Ορθόδοξων ιερέων για πέντε χρόνια.[55] Μια άλλη συνωμοσία που επίσης προδόθηκε (1560) έδωσε την ευκαιρία στους Βενετούς να ξεκινήσουν διώξεις στον τοπικό πληθυσμό και στους Έλληνες που είχαν καταφύγει στο νησί από την ηπειρωτική Ελλάδα, αρχηγός της ήταν ο πρωτόπαπας Πέτρος Τσαγκαρόπουλος από το Ρέθυμνο.[56] Παρά το γεγονός ότι οι εξεγέρσεις σταμάτησαν οι Βενετικές αρχές ήταν σε μεγάλη ένταση, επέτρεψαν βέβαια την παραγωγή σταριού στο Οροπέδιο Λασιθίου (1463) αλλά όταν έληξε η πείνα το απαγόρευσαν ξανά (1471), και η απαγόρευση παρέμεινε ως τις αρχές του 16ου αιώνα.[56]

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος οι Οθωμανοί λεηλάτησαν τα ανατολικά τμήματα του νησιού ιδιαίτερα τη Σητεία.[54] Μια άλλη εξέγερση Κρητών ακολούθησε με αρχηγό των Γεώργιο Κανταναλέοντα (1523) με 600 άντρες γύρω από τα Κεραμειά διότι πάλι οι γηγενείς είχαν αγανακτήσει από τη βαριά φορολογία και την αλαζονική διοίκηση των Βενετών. Οι Βενετοί δίσταζαν στην αρχή από φόβο μην εξαπλωθεί σε ολόκληρο το νησί κάτι που θα τους έφερνε σε μεγάλη αδυναμία λόγω του Οθωμανικού κινδύνου. Τον Οκτώβριο του 1527 ο δούκας Τζερόνιμο Κόρνερ με 1500 άντρες βάδισε εναντίον τους και η καταστολή έγινε με μεγάλη βιαιότητα: όλα τα χωριά των επαναστατών καταστράφηκαν. Οι αδελφοί Γεώργιος και Ανδρόνικος Χορτάτζης και ο Λέων Θεοτοκόπουλος αρχηγοί της επανάστασης κρεμάστηκαν και ο ίδιος ο Γεώργιος Καντανολέων καταδικάστηκε σε πρόστιμο 1000 υπερπύρων. Οι εκτελέσεις έφτασαν τις 700, οι οικογένειες των επαναστατών εξορίστηκαν στην Πάφο της Κύπρου, αλλά σε μια δεκαετία τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στην Κρήτη.[57] Όταν ξέσπασε ο Γ΄ Βενετοτουρκικός Πόλεμος οι γηγενείς ζήτησαν την αναγνώριση του Σουλτάνου και δήλωσαν πρόθυμοι να του πληρώσουν ετήσιο φόρο. Ο διαβόητος Οθωμανός ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κυρίευσε τον Αποκορώνα, τον Μυλοπόταμο και την Κεράμεια, πολιόρκησε τα Χανιά χωρίς επιτυχία, και στη συνέχεια βάδισε προς το Ρέθυμνο και την Κάνδια. Οι Βενετοί έκαναν έκκληση στον τοπικό πληθυσμό με υποσχέσεις για φοροαπαλλαγή και αμνηστία, οι γηγενείς υπάκουσαν με αποτέλεσμα οι αδελφοί Αντώνιος και Μαθιός Καλλέργης να ενισχύσουν τις οχυρώσεις. Οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την περιοχή γύρω από το Φόδελε και κατέστρεψαν τα κάστρα του Μιραμπέλλο, της Σητείας και του Μυλοποτάμου. Οι Οθωμανικές επιθέσεις ξεκίνησαν ξανά όταν το Σελίνο παραδόθηκε από τους κατοίκους του (1539), η Βενετική φρουρά παραδόθηκε, έπεσε και η Ιεράπετρα αλλά ο Κίσσαμος αντιστάθηκε με επιτυχία.[58]

Την εποχή που έπεσε η Κύπρος (1571) ο Κιλίτζ Αλή Πασάς κατέλαβε το Ρέθυμνο και λεηλάτησε την Κρήτη με αποτέλεσμα να σπείρει στο νησί την πείνα. Οι δυσαρεστημένοι ι με τη Βενετική διοίκηση κάτοικο προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με τους Τούρκους αλλά ο Ματθαίος Καλλέργης επενέβη για να συμφιλιωθούν με τους Βενετούς, σε δύο χρόνια (1573) λεηλατήθηκε η περιοχή γύρω από τα Χανιά.[59][60]. Τον Νοέμβριο του 1571 ξέσπασε νέα σύγκρουση όταν ο Βενετός δούκας Μαρίνο Καβαλλί πήγε να καταλάβει τα Σφακιά που δεν είχαν υποταχθεί ποτέ και οι διαμάχες μεταξύ των τοπικών αρχηγών δημιούργησαν στην περιοχή ταραχές. Ο Καβαλλί αφού έφραξαν όλες τις διαβάσεις προς τα Σφακιά θανάτωσε μεγάλο τμήμα του τοπικού πληθυσμού. Έτσι οι Σφακιανοί υποτάχθησαν και ζήτησαν από τον Καβαλλί να ορκιστούν πίστη στη Βενετία.[61] Ο διάδοχος του Καβαλλί Τζιάκοπο Φοσκαρίνι προσπάθησε να επαναφέρει την ειρήνη στην περιοχή και επέτρεψε στους κατοίκους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Τα Σφακιά έγιναν ξανά επίκεντρο ταραχών όταν ο δούκας Νίκολας Σαγκρέδο σχεδίαζε να επιτεθεί ξανά αλλά ο διάδοχος του επανέφερε την ειρήνη με προσωπική επίσκεψη στην περιοχή.[62]

Η Βενετική διοίκηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Κανδία (1595)

Έκτοτε το νησί οργανώθηκε με βάση τα ενετικά πρότυπα και διαιρέθηκε σε έξι περιφέρειες. Το νησί της Τήνου και των Κύθηρων εντάχθηκαν επίσης στην δικαιοδοσία της Γαληνοτάτης. Στις αρχές του 14ου αιώνα η διοικητική οργάνωση του νησιού άλλαξε και η Κρήτη οργανώθηκε σε τέσσερις περιφέρειες, σχεδόν ταυτόσημες με αυτές της τωρινής περιφερειακής οργάνωσης της Περιφέρειας Κρήτης.

Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της ενετικής διοίκησης τα επεισόδια και οι συγκρούσεις από τους ορθόδοξους κρητικούς ήταν συχνές έναντι των καθολικών Ενετών. Η βοήθεια των κρητικών από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν συχνή. Δεκατέσσερις συγκρούσεις αριθμούνται μεταξύ του 1207 και την τελευταία κύρια σύγκρουση της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου το 1360. Έκτοτε και παρ' όλες τις συχνές επιδρομές των Τούρκων το νησί δέχτηκε τον ενετικό ζυγό και άνοιξε την πόρτα για την Ιταλική Αναγέννηση. Ως αποτέλεσμα προκλήθηκε μια καλλιτεχνική και λογοτεχνική αναγέννηση στην Κρήτη που αποτυπώνεται με την ίδρυση της Κρητικής Σχολής, που αποκορυφώθηκε με τα έργα του Ελ Γκρέκο, καθώς και με τα λογοτεχνικά αριστουργήματα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου και Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση γραμμένα με χρήση του τοπικού ιδιώματος. Επίσης αναδείχθηκαν σημαντικοί επιστήμονες και μελετητές όπως ο Μάρκος Μουσούρος, ο Φραγκίσκος Μπαρόκιος, ο Νικόλαος Καλιάκης, o Ανδρέας Μουσάλος και άλλοι.

Μετά την οθωμανική κατάληψη της Κύπρου το 1571 η Κρήτη ήταν η μοναδική υπερπόντια ενετική κτήση. Η στρατιωτική αδυναμία της Βενετίας σε συνδυασμό με τον πλούτο και τη σημαντική γεωπολιτική θέση της Κρήτης στην Ανατολική Μεσόγειο προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον καταστρεπτικό Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο οι δύο αυτές πλευρές πολέμησαν για τον έλεγχο της Κρήτης. Οι Οθωμανοί γρήγορα περικύκλωσαν την Κρήτη αλλά απέτυχαν να καταλάβουν την Κάντια λόγω της ναυτικής υπεροχής των Ενετών αλλά και άλλα θέματα που ξέσπασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας μέχρι το 1669 που η πρωτεύουσα του νησιού έπεσε υπό οθωμανικό ζυγό. Μόνο τρία φρούρια, εκείνα της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας παρέμειναν υπό ενετική κυριαρχία. Προσπάθειες ανακατάληψης του νησιού από τους Ενετούς κατά τη διάρκεια του Έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου απέτυχαν και τα τελευταία ενετικά κτίσματα καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς το 1715 κατά τη διάρκεια του Έβδομου Βενετοτουρκικού πολέμου.

  1. Δετοράκης, Θεοχάρης. Ιστορία της Κρήτης, 2η έκδοση, Ηράκλειο, 1990.
  2. Miller 1908, σ. 5
  3. Nicol 1988, σσ. 81, 85–86
  4. Miller 1908, σσ. 28–29
  5. Nicol 1988, σσ. 149–1509
  6. Setton 1976, σσ. 16–18
  7. Miller 1908, σσ. 47–48
  8. Nicol 1988, σ. 158
  9. Detorakis 1986, σσ. 164–165
  10. Miller 1908, σ. 48
  11. Nicol 1988, σ. 164
  12. Detorakis 1986, σσ. 166–167
  13. 13,0 13,1 Detorakis 1986, σ. 167
  14. Stallsmith (2007)
  15. Jacoby (1999)
  16. Setton 1976, σσ. 177–178
  17. Detorakis 1986, σ. 172
  18. Setton 1976, σ. 178
  19. Detorakis 1986, σσ. 172–173
  20. Miller 1908, σσ. 571–572
  21. Detorakis 1986, σ. 174
  22. Detorakis 1986, σσ. 174-175
  23. Detorakis 1986, σ. 175
  24. Miller 1908, σσ. 574–575
  25. Nicol 1988, σσ. 171–172
  26. Detorakis 1986, σσ. 175–176
  27. Detorakis 1986, σ. 177
  28. Detorakis 1986, σσ. 177–178
  29. Nicol 1988, σσ. 191, 198
  30. Detorakis 1986, σσ. 178–179.
  31. Detorakis 1986, σσ. 179–180
  32. 32,0 32,1 32,2 Detorakis 1986, σ. 180
  33. Detorakis 1986, σσ. 180–181
  34. Detorakis 1986, σ. 181
  35. Detorakis 1986, σσ. 181–182
  36. 36,0 36,1 36,2 Detorakis 1986, σ. 183
  37. Detorakis 1986, σσ. 182–183
  38. Detorakis 1986, σσ. 183–184
  39. Detorakis 1986, σσ. 186–187
  40. 40,0 40,1 Detorakis 1986, σ. 187
  41. Detorakis 1986, σσ. 187-188
  42. Detorakis 1986, σ. 188
  43. Detorakis 1986, σ. 188-189
  44. Detorakis 1986, σ. 189
  45. Detorakis 1986, σ. 189-190
  46. 46,0 46,1 Detorakis 1986, σ. 190
  47. Detorakis 1986, σσ. 190-191
  48. 48,0 48,1 Detorakis 1986, σ. 191
  49. Detorakis 1986, σσ. 191-192
  50. Detorakis 1986, σ. 192
  51. Detorakis 1986, σσ. 192-193
  52. Detorakis 1986, σ. 193
  53. Ploumidis & Alexiou 1974, σ. 201
  54. 54,0 54,1 Ploumidis & Alexiou 1974, σ. 202
  55. Ploumidis & Alexiou 1974, σσ. 204–205
  56. 56,0 56,1 Ploumidis & Alexiou 1974, σ. 205
  57. Ploumidis & Alexiou 1974, σσ. 205–206
  58. Ploumidis & Alexiou 1974, σσ. 203–204
  59. Ploumidis & Alexiou 1974, σσ. 204, 207
  60. Ploumidis & Alexiou 1974, σ. 204
  61. Ploumidis & Alexiou 1974, σσ. 206–207
  62. Ploumidis & Alexiou 1974, σ. 207
  • Abulafia, David: Enrico conte di Malta e la sua Vita nel Mediterraneo: 1203–1230, in In Italia, Sicilia e nel Mediterraneo: 1100–1400, 1987.
  • Arbel, Benjamin (2013). "Venice's Maritime Empire in the Early Modern Period". A Companion to Venetian History, 1400–1797. Brill.
  • Da Mosto, Andrea (1940). L'Archivio di Stato di Venezia. Indice Generale, Storico, Descrittivo ed Analitico. Tomo II: Archivi dell'Amministrazione Provinciale della Repubblica Veneta, archivi delle rappresentanze diplomatiche e consolari, archivi dei governi succeduti alla Repubblica Veneta, archivi degli istituti religiosi e archivi minori (PDF) (in Italian). Rome: Biblioteca d'arte editrice.
  • Detorakis, Theocharis E. (1986). Ιστορία της Κρήτης [History of Crete] (in Greek). Athens.
  • Holton, David, ed. (1991). Literature and Society in Renaissance Crete. Cambridge University Press.
  • Jacoby, David (1999), "Cretan Cheese: A Neglected Aspect of Venetian Medieval Trade", in Kittell, Ellen E.; Madden, Thomas F. (eds.), Medieval and Renaissance Venice, Urbana: University of Illinois Press.
  • Jacoby, David (2010). "Candia between Venice, Byzantium and the Levant: the rise of a major emporium to the mid-fifteenth century". In Vassilaki, Maria (ed.). The hand of Angelos. An icon painter in Venetian Crete. Ashgate.
  • Jacoby, David (2014). "The Economy of Latin Greece". A Companion to Latin Greece. Brill.
  • Lane, Frederic C. (1973), Venice, A Maritime Republic, Johns Hopkins University Press.
  • Maltezou, Chryssa (2010). "The history of Crete during the fifteenth century on the basis of archival documents". In Vassilaki, Maria (ed.). The hand of Angelos. An icon painter in Venetian Crete. Ashgate.
  • McKee, Sally (2000), Uncommon Dominion: Venetian Crete And The Myth Of Ethnic Purity, University Of Pennsylvania Press.
  • Miller, William (1908). The Latins in the Levant: A History of Frankish Greece (1204–1566). London: John Murray.
  • Nicol, Donald M. (1988). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Papadopoli, Zuanne (2007), L'occio (time of leisure). Memories of seventeenth century Crete; preface & comments by Alfred Vincent, Venice: Hellenic Institute of Byzantine studies in Venice.
  • Ploumidis, Georgios & Alexiou, Stylianos (1974). "Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες: Κρήτη" [Latin-ruled Greek lands: Crete]. In Christopoulos, Georgios A. & Bastias, Ioannis K. (eds.). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι΄: Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1453 - 1669), Τουρκοκρατία - Λατινοκρατία [History of the Greek Nation, Volume X: Hellenism under Foreign Rule (Period 1453 - 1669), Turkocracy – Latinocracy] (in Greek). Athens: Ekdotiki Athinon.
  • Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia: The American Philosophical Society. ISBN 0-87169-114-0.
  • Stallsmith, Allaire B. (2007), "One Colony, Two Mother Cities: Cretan Agriculture under Venetian and Ottoman Rule", in Davies, Siriol (ed.), Between Venice and Istanbul: Colonial Landscapes in Early Modern Greece, Hesperia Supplements, 40, The American School of Classical Studies at Athens, pp. 151–171, ISBN 9780876615409
  • Thiriet, Freddy (1975). La Romanie vénitienne au Moyen Age: le développement et l'exploitation du domaine colonial vénitien, XIIe-XVe siècles (in French) (Second ed.). Éditions E. de Boccard.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]